Ἀφροδισιακός — sexual masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφροδισιακός, -ή — ό αυτός που έχει να κάνει με τη γενετήσια ορμή: Τα τελευταία χρόνια επινοήθηκαν αρκετά αφροδισιακά φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφροδισιακός — ἀ̱φροδισιακός , ἀφροδισιάζω have sexual intercourse perf part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀφροδισιακά — Ἀφροδισιακός sexual neut nom/voc/acc pl Ἀφροδισιακά̱ , Ἀφροδισιακός sexual fem nom/voc/acc dual Ἀφροδισιακά̱ , Ἀφροδισιακός sexual fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀφροδισιακῶν — Ἀφροδισιακός sexual fem gen pl Ἀφροδισιακός sexual masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀφροδισιακόν — Ἀφροδισιακός sexual masc acc sg Ἀφροδισιακός sexual neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀφροδισιακαῖς — Ἀφροδισιακός sexual fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀφροδισιακοῖς — Ἀφροδισιακός sexual masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀφροδισιακοί — Ἀφροδισιακός sexual masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀφροδισιακῆς — Ἀφροδισιακός sexual fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)